- κορεστικῶς
- κορεστ-ικῶς, Adv.A to satiety, Sch.Arat.1049.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορεστικῶς — to satiety indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορεστικός — ή, ό (Α κορεστικός, ή, όν) [κορέννυμι] αυτός που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, χορταστικός. επίρρ... κορεστικώς (Α κορεστικῶς) χορταστικά, άφθονα … Dictionary of Greek